ἰαμβεῖος

ἰαμβεῖος
ἰαμβεῖος [ῐ], ον, ([etym.] ἴαμβος)
A iambic,

μέτρον Arist.Po.1448b31

.
II as Subst. ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R.602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in pl., iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests).
2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰαμβεῖος — iambic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιαμβείος — ο (Α ἰαμβεῑος, ον) [ίαμβος] το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν) ο ιαμβικός στίχος αρχ. 1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον το ιαμβικό μέτρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα τα ιαμβικά ποιήματα …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβεῖον — ἰαμβεῖος iambic masc/fem acc sg ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβεῖα — ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβεῖοι — ἰαμβεῖος iambic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβεῖ' — ἰαμβεῖα , ἰαμβεῖος iambic neut nom/voc/acc pl ἰαμβεῖε , ἰαμβεῖος iambic masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… …   Dictionary of Greek

  • μακροϊαμβείον — μακροϊαμβεῑον, τὸ (Α) μεγάλος, πολυσύλλαβος ιαμβικός στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἰαμβεῖον (< ἰαμβεῖος < ἴαμβος)] …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβείοις — ἰαμβεί̱οις , ἰαμβεῖος iambic masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβείοισι — ἰαμβεί̱οισι , ἰαμβεῖος iambic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”